αγχονιμαίος

αγχονιμαίος
ἀγχονιμαῑος, -αία, -αῑον (Μ) [ἀγχόνη]
λέγεται συνήθως για τον θάνατο που επέρχεται με τον απαγχονισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”